Η πριγκίπισσα Ωραία, απόγονος της Ωραίας Κοιμωμένης, συνεχώς βαριόταν και νύσταζε. Βαριόταν να είναι ωραία και να κάνει τα ίδια πράγματα και όλα της προκαλούσαν υπνηλία. Μια μέρα συνάντησε ένα αγόρι που ταξίδευε στον κόσμο αναζητώντας ωραία βιβλία και ξεχασμένες ιστορίες. Όταν η Ωραία του είπε πόσο πολύ βαριόταν εκείνος της έδωσε ένα βιβλίο που, όπως της είπε, θα την κρατούσε ξύπνια. Έτσι κι έγινε. Η Ωραία κοιμήθηκε μόνον αφού τέλειωσε την ανάγνωση του βιβλίου και ο ύπνος της ήταν γεμάτος όμορφα όνειρα. Διάβασε κι άλλα βιβλία και όσο διάβαζε τόσο πιο πολύ άνοιγαν τα μάτια της κι ευχαριστιόταν τη ζωή. Το παλάτι σιγά σιγά μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Το αγόρι δεν έφυγε ποτέ από τη χώρα εκείνη, άνοιξε μάλιστα ένα βιβλιοπωλείο, η Ωραία έγινε βιβλιοθηκονόμος και όλοι οι κάτοικοι της χώρας βιβλιοφάγοι, έξυπνοι, αποφασιστικοί και δραστήριοι! Περιλαμβάνει QR code με την αφήγηση της ιστορίας από τη συγγραφέα.
Όλοι ήθελαν να μπούνε στον μαγεμένο κήπο, όμως έπρεπε πρώτα να περάσουν μια δοκιμασία. Τι χρειαζόταν για να τα καταφέρουν; Έπρεπε να είναι γενναίοι; Να είναι αδίστακτοι και τολμηροί; Να είναι δυνατοί πολεμιστές; Ή μήπως χρειαζόταν, απλά, λίγη καλοσύνη; Περιλαμβάνει QR code με την αφήγηση της ιστορίας από τον συγγραφέα.
Κάποια ρούχα είναι ραμμένα με μεταξωτή κλωστή, άλλα είναι μάλλινα βαριά κι άλλα σαν πέπλα ανάλαφρα. Υπάρχουν όμως και κάποια ρούχα βολικά πολύ, που είναι έτσι φτιαγμένα, ώστε να μας ζεσταίνουν τον χειμώνα και να μας δροσίζουν το καλοκαίρι. Ποιος ράφτης ξέρει να τα ράβει και πού θα τον βρούμε; Περιλαμβάνει QR code με την αφήγηση της ιστορίας από τον συγγραφέα.
Η νύχτα του Αϊ-Γιάννη είναι η μικρότερη νύχτα του χρόνου. Οι άνθρωποι ανάβουν φωτιές για να γιορτάσουν τον ερχομό του καλοκαιριού. Για τα Ποδοσφαιρόνια θα ήταν ένα Σαββατοκύριακο αξέχαστο. Θα πηγαίναμε στο Βιθέντε Καλδερόν για να δούμε τον τελικό κυπέλλου. Όμως άρχισαν οι πυρκαγιές κι όλος ο κόσμος ήταν πολύ νευρικός. Παίζαμε τον τελευταίο αγώνα της σεζόν: Παιδιά εναντίον Γονιών. Και το καλύτερο απ’ όλα: Το τσίρκο της φωτιάς είχε έρθει στη Μικρή Σεβίλλη! Έπρεπε να ανακαλύψουμε τον ένοχο για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί… είμαστε τα Ποδοσφαιρόνια και πάντα θα είμαστε μαζί!
Καλοκαίρι στη θαλασσινή πόλη. Μια μεγάλη παρέα παιδιών ζουν τις χαρές των διακοπών ανέμελα, κολυμπώντας, παίζοντας, αλλάζοντας μυστικά, λόγια αγάπης, νέα του άγνωστου κόσμου. Αγαπημένο τους στέκι, ένας ολάνθιστος κήπος με αρχαία αγάλματα, προφυλαγμένα εκεί ως να σταλούν στο Μουσείο της Σπάρτης. Τα είχαν βρει οι μικροί φίλοι παίζοντας, βαθιά θαμμένα στην άμμο, τα είχαν καθαρίσει, τα είχαν θαυμάσει· τα αγάπησαν. Καταλάβαιναν ότι έρχονταν σταλμένα από τους μακρινούς προγόνους και ο νους τους έτρεχε, θαμπωμένος, σ’ εκείνους και στην τέχνη τους της ομορφιάς. Ρώτησαν, έμαθαν, σεβάστηκαν την ιστορία και την πατρίδα. Τα παιδιά, τα αγάλματα, η θάλασσα, το ξένοιαστο καλοκαίρι, τα διάφορα γεγονότα, τα αυριανά όνειρα, η ζωή στην ήσυχη πόλη, τα τραγούδια από τα καφενεία και τις βάρκες, οι συγγενείς ναυτικοί με τις ειδήσεις της θάλασσας, αλλά και η γνωριμία όλων με το ιερό πρόσωπο της πατρίδας που ακτινοβολούσε απλότητα και κάλλος ψυχής, προσδίδουν στο βιβλίο τη χαρά και τη χάρη που γεύτηκαν οι τυχεροί φίλοι, στην παρέα των οποίων ανήκε και η συγγραφέας.
Ο μικρός αρκούδος ανησυχεί. Κι αν κάποτε η μαμά του σταματήσει να τον αγαπάει; Θα τον αγαπάει κι αν είναι κακό παιδί; Και τι θα γίνει αν η μαμά κάνει κι άλλο παιδί; Θα τελειώσει άραγε ποτέ αυτή η αγάπη; Αλλά ο μικρός αρκούδος καταλαβαίνει πως δεν πρέπει να ανησυχεί, γιατί η μαμά του του εξηγεί πως, ό,τι κι αν γίνει, η αγάπη της είναι τόσο μεγάλη, που όλα θα τα νικάει. Η Κατρίν Λεμπλάν απαντάει μ’ έναν τρυφερό και έξυπνο τρόπο στην αγωνία όλων των παιδιών για το αν τελειώνει ποτέ η αγάπη.
H Nτανιέλα η κουνελίτσα ήταν συναχωμένη. Τα μικρόβια είχαν στήσει πάρτι μέσα στη μύτη της και, όποτε φταρνιζόταν, πετάγονταν έξω με αλεξίπτωτο, με ελικόπτερο, ακόμα και με αεροπλάνο. Κανένας συμμαθητής της δεν τα έβλεπε, εκείνα όμως προσγειώθηκαν στα μολύβια της Μάλιας, που ζωγράφιζε, στα δάχτυλα της Λαλαλού, που τα πιπίλιζε, στα δόντια του Φάνι, που έτρωγε τα νύχια του, και στο στόμα της Νταπ, που χασμουριόταν. Και τότε η Ντανιέλα θύμωσε πολύ. Κι ετοιμάστηκε να πολεμήσει τα μικρόβια…
Ο μικρός επιστρέφει στο σπίτι με ένα καταπληκτικό νέο! Στο σχολείο του ήρθαν κάτι καινούρια αποδημητικά πουλιά. Η μαμά δε γνώρισε ποτέ της αποδημητικά πουλιά και έχει απορίες. Τι ήταν αυτό που τα ανάγκασε να φύγουν από το σπίτι τους; Ποια γλώσσα μιλάνε; Τι ονόματα έχουν; Αλλά και ο μικρός έχει πολλές απορίες. Μια πρωτότυπη ιστορία για την προσφυγιά.